- χημικοτροπισμός
- ο, Νβλ. χημειοτροπισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τροπισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο τα φυτά και τα όργανά τους, με την κατευθυντήρια επίδραση εξωτερικών ερεθισμών, κυρτώνονται, ώστε το φυτικό σώμα να προσανατολίζεται σύμφωνα με την κατεύθυνση προς την οποία εκδηλώνεται το ερέθισμα (θετικός τ.) ή αντίθετα… … Dictionary of Greek
χημειοτροπισμός — και παλ. τ. χημικοτροπισμός, ο, Ν βοτ. τροπισμός ως απόκριση σε ένα χημικό ερέθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chemotropism < chemo (< χημεία) + tropism (< τρόπος + ισμός*)] … Dictionary of Greek